ἔπρησα

ἔπρησα
ἔπρησα, [tense] aor. 1 of πρήθω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔπρησα — πίμπρημι burn aor ind act 1st sg πρήθω burn aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • преть — I I, прею, укр. прiти, прiю, випрiти взопреть, сопреть , др. польск. przec потеть, преть , польск. przec, przeję – то же, н. луж. prěs, prěju засыхать, вянуть . Далее связано с пар (см.). Ср. греч. πρήθω, πίμπρημι зажигаю, вздуваю , гомер.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πίμπρημι — Α 1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ. β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ ἄκρας», Σοφ. γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.) 2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.) 3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα… …   Dictionary of Greek

  • πρήζω — Ν 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τόν κλότσησε και τού πρηξε το πόδι») 2. παθ. πρήζομαι παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα») 3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού… …   Dictionary of Greek

  • per-1, perǝ- : prē-, preu- —     per 1, perǝ : prē , preu     English meaning: to drizzle, sprinkle, jet     Deutsche Übersetzung: ‘sprũhen, spritzen, prusten, schnauben”     Note: identical as sper ‘sprũhen etc.”     Material: А. perǝ : prē: Gk. πίμ πρη μι, *πρήθω (πρήσω …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”